ἀναχθείσας

ἀναχθείσας
ἀναχθείσᾱς , ἀνάγω
lead up
aor part pass fem acc pl
ἀναχθείσᾱς , ἀνάγω
lead up
aor part pass fem gen sg (doric aeolic)
ἀναχθείσᾱς , ἀνάσσω
to be lord
aor part pass fem acc pl
ἀναχθείσᾱς , ἀνάσσω
to be lord
aor part pass fem gen sg (doric aeolic)
ἀναχθείσᾱς , ἀνάζω
aor part pass fem acc pl
ἀναχθείσᾱς , ἀνάζω
aor part pass fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κυάνωση — Υποκύανη (γαλαζωπή) ή μελανή χροιά του δέρματος και των βλεννογόνων. Οφείλεται σε ελλιπή οξυγόνωση του αίματος και, συγκεκριμένα, όταν στο αίμα που κυκλοφορεί η απόλυτη τιμή της αναχθείσας αιμοσφαιρίνης δεν ξεπερνά τα 5 γρ. ανά 100 κ. εκ. αίματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”